απομωρώνω
Смотреть что такое "απομωρώνω" в других словарях:
απομωρώνω — (Μ ἀπομωρώνω) 1. κάνω κάποιον μωρό, αποχαυνώνω 2. αποκοιμίζω, ξεγελώ … Dictionary of Greek
απομωρώνω — (Μ ἀπομωρώνω) 1. κάνω κάποιον μωρό, αποχαυνώνω 2. αποκοιμίζω, ξεγελώ … Dictionary of Greek